- γυναικοφοβία
- η(ιατρ.), παθολογική φοβία των αντρών να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με γυναίκες: Δεν έχει ερωτευτεί ποτέ, γιατί πάσχει από γυναικοφοβία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.